τριχλωροφαινόλη

τριχλωροφαινόλη
η, Ν
χημ. μονοκυκλική αρωματική οργανική ένωση, τριχλωροπαράγωγο τής φαινόλης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εξαχλωροφέν — Βακτηριοστατικό του τύπου (C6HCl3OH)2CH2. Λαμβάνεται από την καταλυτική αντίδραση της φορμαλδεΰδης με τριχλωροφαινόλη (καταλύτης θειικό οξύ). Έχει ευρεία εφαρμογή ως προσθετική ουσία στις οδοντόκρεμες και σε διάφορα καλλυντικά. Δεν προκαλεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”